- γηράσκει
- γηράσκωgrow oldpres ind mp 2nd sgγηράσκωgrow oldpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… … Dictionary of Greek
ο(γ)χνη — ὄ(γ)χνη, ἡ (Α) 1. η απιδιά, η αχλαδιά 2. ο καρπός τής απιδιάς, το απίδι, το αχλάδι («ὄγχνη ἐπ ὄγχνῃ γηράσκει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με ἔγχος*, αν υποτεθεί ότι σημαίνει «δόρυ από ξύλο αχλαδιάς» ή με τα ἄχερδος*… … Dictionary of Greek